Εκδήλωση “Η Δυτική Μακεδονία μετά τον λιγνίτη”, οι περιλήψεις των εισηγήσεων

Share on facebook
Share on linkedin
Share on twitter
Share on email

Η Δυτική Μακεδονία μετά τον λιγνίτη:
Συμμετοχική πράσινη μετάβαση, κλειδί για βιώσιμο μέλλον

Ευρείες περιλήψεις των εισηγήσεων και των παρεμβάσεων που έγιναν στη διαδικτυακή εκδήλωση των Πράσινων στις 11 Μαρτίου 2021:

 

Στον χαιρετισμό του ο συν-εκπρόσωπος των Πράσινων Θανάσης Γούναρης τόνισε ότι οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ υποστηρίζουν μια μετάβαση σε νέο ενεργειακό και παραγωγικό-οικονομικό μοντέλο, με συμμετοχή των πολιτών, μια “ενεργειακή δημοκρατία”. Στόχος είναι μια βιώσιμη ευημερία για όλους, με την οικονομία να υπηρετεί την κοινωνία, όχι το αντίστροφο. Γι’ αυτό προτείνουν μια Πράσινη Μετάβαση, μέσα από δημόσιες πολιτικές.

Η απόφαση της κυβέρνησης για κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων ήταν επιβεβλημένη. Αντιμετωπίζει όμως τη Δίκαιη Μετάβαση διεκπεραιωτικά, με σχεδιασμό ερήμην της τοπικής κοινωνίας και με εξαιρετικά περιορισμένο ελληνικό μερίδιο στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης.

Το τέλος της εποχής του λιγνίτη έχει ξεκινήσει ήδη από χρόνια. Η απολιγνιτοποίηση μπορούσε να είναι πιο σταδιακή, μόνο αν είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Το πολιτικό σύστημα κράτησε όμως την τοπική κοινωνία σε παθητικό ρόλο και αρνήθηκε να την προετοιμάσει για την αναπόφευκτη μετάβαση. Μέχρι και τις εκλογές του 2019, όμως, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και ΚΚΕ συναγωνίζονταν σε υποσχέσεις για παράταση ζωής στον λιγνίτη μέσω διεκδικήσεων προς την Ε.Ε. για προνομιακές εξαιρέσεις. Οι πολιτικές ευθύνες όλων τους, απέναντι στην τοπική κοινωνία, είναι τεράστιες.

Οι Πράσινοι καταλαβαίνουμε γιατί υπάρχει ακόμη μια τοπική υποστήριξη στον λιγνίτη. Κατανοούμε τον φόβο μπροστά στο φάσμα της ανεργίας, εν μέσω και της πανδημίας. Θέλουμε όμως να συζητήσουμε και να συνδιαμορφώσουμε τις προτάσεις μας με την κοινωνία της Δυτ. Μακεδονίας, για μια Πράσινη Μετάβαση, συντονισμένη με τις σύγχρονες προκλήσεις, με ζωντανό το όραμα για μια Ελλάδα πραγματικά βιώσιμη και αειφορική.

 

Ο πρώην δήμαρχος Κοζάνης Λευτέρης Ιωαννίδης, έδωσε στην παρουσίασή του το γενικό πλαίσιο με το χρονοδιάγραμμα της μετάβασης και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος: οι θέσεις εργασίας που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τη ΔΕΗ υπολογίζονται μεταξύ 12.000 και 20.000, το νέο παραγωγικό μοντέλο της Δυτ. Μακεδονίας για τις επόμενες δεκαετίες διαμορφώνεται τώρα. Η πρόκληση και κρίση που βιώνει η Δυτ. Μακεδονία, αποτελεί και μια ευκαιρία για μια βιώσιμη και πράσινη Δυτ. Μακεδονία.

Δυστυχώς όμως, όλος ο σχεδιασμός για τη Δίκαιη Μετάβαση, αλλά και το εδαφικό σχέδιο διαμορφώνονται κεντρικά και όχι μαζί με τις τοπικές αρχές, όπως απαιτεί ο κανονισμός της Ε.Ε. Η τοπική συμμετοχή αποτελεί απαραίτητο όρο επιτυχίας, όμως η κυβέρνηση δεν έχει διάθεση να ακούσει, ενώ οι τοπικοί φορείς δεν έχουν ακόμη καταφέρει να αποκτήσουν ενιαία και συνεκτική πρόταση. Κρίσιμα ζητήματα παραμένουν το Σύστημα Διακυβέρνησης, η αποκατάσταση και αξιοποίηση των ορυχείων και των απαλλοτριωμένων εδαφών, οι μεγάλες δημόσιες υποδομές όπως οι σιδηροδρομικές συνδέσεις, η διάθεση εθνικών πόρων. Κλείνοντας, στάθηκε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση κοινού οράματος και στρατηγικής με ευθύνη της αυτοδιοίκησης, στην οργάνωση σχεδίου ενημέρωσης, ενεργοποίησης και συμμετοχής των πολιτών, καθώς και στην ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.

 

Η Ιωάννα Θεοδοσίου από το Green Tank αναφέρθηκε στην ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και την πτωτική πορεία των ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη. Ανέδειξε τις δεσμεύσεις των ευρωπαϊκών χωρών για απεξάρτηση από τον λιγνίτη- λιθάνθρακα, αλλά και την σταθερά πτωτική πορεία του λιγνίτη στην Ελλάδα ακόμα και πριν την απόφαση απολιγνιτοποίησης. Σχολίασε ιδιαίτερα τα κριτήρια κατανομής των πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης που οδηγούν σε μια άδικη κατανομή εις βάρος των κρατών μελών που έχουν αναλάβει φιλόδοξες δεσμεύσεις, τις βασικότερες ελλείψεις του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης καθώς και την απουσία δημοσιότητας και εμπλοκής των τοπικών κοινωνιών στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης.

Αναφέρθηκε εκτενώς στην έρευνα κοινής γνώμης που διεξήγαγε το Green Tank σε συνεργασία με τη Διανέοσις, την καθηγήτρια κ. Ε. Δούση και την εταιρεία MARC: η έρευνα ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι των λιγνιτικών περιοχών αντιλαμβάνονται τη διαδικασία της απολιγνιτοποίησης αλλά και της μετάβασης. Οι πολίτες των λιγνιτκών περιοχών αντιλαμβάνονται την σπουδαιότητα της απόφασης απολιγνιτοποίησης για το περιβάλλον και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αλλά είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον τους. Τα μεγαλύτερα προβλήματα που πιστεύουν ότι θα αντιμετωπίσουν είναι η ανεργία, η φτωχοποίηση και η φυγή των νέων. Ακόμη, η πλειοψηφία δεν έχει γνώση των κυβερνητικών σχεδίων για τη μετάβαση, ούτε των πόρων που διατίθενται για αυτή. Παρόλα αυτά ένας στους δύο πιστεύει ότι η απολιγνιτοποίηση είναι ευκαιρία για τη στροφή του τοπικού αναπτυξιακού μοντέλου, ιδιαίτερα προς τον πρωτογενή τομέα και τον τομέα των ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας.

Τέλος, κατέθεσε προτάσεις πολιτικής ώστε να εξασφαλιστεί η δικαιοσύνη κατά τη μετάβαση και να εμπλακεί ενεργά η τοπική κοινωνία, ώστε να «μη μείνει κανένας πίσω». Ιδιαίτερα τόνισε τη συμμετοχή των πολιτών μέσω των ενεργειακών κοινοτήτων στην ενεργειακή μετάβαση που συντελείται, την ανάγκη συμπερίληψης των έργων της τοπικής κοινωνίας στα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης καθώς και τη διασφάλιση ενός συμμετοχικού και δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης της μετάβασης.

Απόσπασμα από το σχετικό ποστ στην ιστοσελίδα του Green Tank.

 

Ο εκπρόσωπος του WWF Ελλάς, Δημήτρης Τσέκερης, παρουσίασε τα αποτελέσματα της πρόσφατης μελέτης με τίτλο «Δίκαιη Μετάβαση και Απασχόληση στην Ελλάδα», η οποία εξετάζει τις επιπτώσεις (άμεσες και μεσο-μακροπρόθεσμες) για τους εργαζόμενους, αλλά και για τις περιοχές που επηρεάζονται από τη διαδικασία απολιγνιτοποίησης, στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη. Παρουσιάστηκαν επίσης προτάσεις για την ανάσχεση της ανεργίας και τη συγκράτηση του εισοδήματος στην περιοχή, προκειμένου να μην μείνει κανείς πίσω. Η μελέτη εντάσσεται στον συνεχή αγώνα για μία πραγματικά δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών σε μια βιώσιμη οικονομία μηδενικών εκπομπών, με ορίζοντα το 2050 το αργότερο.

Παρουσιάστηκαν τα κενά δεξιοτήτων του σήμερα απασχολούμενου σε συναφείς με τον λιγνίτη δραστηριότητες εργατικού δυναμικού, σε σχέση με την απαιτούμενη κατάρτιση για τις επενδύσεις που σχεδιάζονται στις περιοχές αυτές. Οι παρεμβάσεις που απαιτούνται χρειάζεται να είναι στοχευμένες, καθώς δεν θα επηρεαστούν όλες οι περιοχές ή όλοι οι εργαζόμενοι με τον ίδιο τρόπο. Προτείνεται η δημιουργία συνεργατικού σχήματος διακυβέρνησης για τη διάγνωση αναγκών σε δεξιότητες και τον σχεδιασμό παρεμβάσεων.

Τέλος, από τους κλάδους που προκρίνονται προς ανάπτυξη για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, εκείνοι που έχουν τη μεγαλύτερη ένταση εργασίας και εμφανίζουν τη μεγαλύτερη συνάφεια με το επίπεδο κατάρτισης των εργαζομένων που επηρεάζονται από τη μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας είναι οι εργασίες αποκατάστασης γαιών, οι εργασίες παροπλισμού και αποξήλωσης των μονάδων λιγνίτη, η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και η κυκλική οικονομία. Ο ρόλος της ΔΕΗ είναι κομβικός για τη μεταβατική περίοδο, ενώ τα έργα παροπλισμού των λιγνιτικών μονάδων και αποκατάστασης εδαφών μπορούν να υποστηρίξουν μια ομαλότερη μετάβαση, συγκρατώντας την απομείωση των άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας. Εκτιμάται ότι η διαχείριση των άμεσα επηρεαζόμενων θέσεων εργασίας με ειδικό πλαίσιο και βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, θα έχει θετική επίδραση και στις έμμεσα επηρεαζόμενες θέσεις.

 

Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, από τη Θεματική Ομάδα Οικονομίας των Πράσινων, επισήμανε ότι τα επικίνδυνα κενά στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και το σοκ στην τοπική κοινωνία υπογραμμίζουν την ανάγκη για ισχυρό, αυτόνομο πράσινο κόμμα: δεν μπορούμε να αφήσουμε τη μετάβαση στην καλή θέληση μιας κυβέρνησης, που δεν μπορεί να σκεφτεί πράσινες λύσεις ούτε καν για τις προστατευόμενες περιοχές.

Υπάρχουν λύσεις βιώσιμης ευημερίας, αρκεί να μπορέσουμε να σκεφτούμε διαφορετικά. Βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα, ο ιδιαίτερος φυσικός πλούτος της περιοχής: 2 εθνικοί δρυμοί, 15 περιοχές Natura, 7 περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, λίμνες και ποτάμια με 65% των επιφανειακών γλυκών νερών όλης της χώρας, 14 κατηγορίες επώνυμων αγροτικών προϊόντων. Πρόσθετο πλεονέκτημα οι διαθέσιμες ενεργειακές υποδομές, συμβατές με γρήγορη μετεξέλιξη σε κέντρο 100% καθαρής ενέργειας, χωρίς αέριο και καύση απορριμμάτων. Ο συνδυασμός φυσικού πλούτου και καθαρής ενέργειας (με σταδιακή απεξάρτηση και από τον τομέα της γούνας, που δεν φαίνεται να έχει μέλλον) θα οικοδομούσε μια δυναμική ταυτότητα Πράσινης Μετάβασης, για πρόσθετη αξία στην αγροτική παραγωγή, ήπιο ποιοτικό τουρισμό όλο τον χρόνο, πόλο έλξης για επενδύσεις σε πράσινες εφαρμογές και σε ανάλογη έρευνα.

Θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν άμεσα στην αποκατάσταση των λιγνιτωρυχείων, στην ενεργειακή αναβάθμιση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων με κατάλληλα κίνητρα, στη μετατροπή λιγνιτικών μονάδων σε σταθμούς αποθήκευσης καθαρής ενέργειας. Σταδιακά θα δημιουργούνται επιπλέον θέσεις, στην αγροτική μεταποίηση, στον τουρισμό, στη δημιουργία ξενώνων σε υπάρχοντα κτίρια και οικισμούς, στα σιδηροδρομικά έργα, στην ανάπτυξη πράσινων εφαρμογών και καινοτομίας.

Η ΔΕΗ θα διατηρήσει σημαντικό ρόλο μέσα από την αποκατάσταση των ορυχείων, την αποθήκευση καθαρής ενέργειας σε υπάρχουσες μονάδες, και τα προγραμματισμένα φωτοβολταϊκά σε ορυχεία, αποδεκτά μέχρι 10-15% της συνολικής έκτασης και με μετοχοποίηση 5-10% προς την τοπική κοινωνία. Η τελευταία θα έχει και τον κύριο ρόλο, με ενεργειακές κοινότητες, συνεταιριστική μεταποίηση τοπικών αγροτικών προϊόντων, στήριξη μικρών και μεσαίων τοπικών επιχειρήσεων: μεγαλύτερες επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες, εφόσον λειτουργούν συμπληρωματικά και εκπληρώνουν τα κριτήρια περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας. Το περίγραμμα μιας Πράσινης Μετάβασης συμπληρώνει η στενότερη οικονομική διασύνδεση με Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι και Κορυτσά, μέσω σύγχρονων σιδηροδρομικών συνδέσεων, με αξιοποίηση και των γραμμών που υπάρχουν.

 

Στην παρέμβασή του, ο Λάζαρος Τσικριτζής από την Οικολογική Κίνηση Κοζάνης, τόνισε ότι τα προβλήματα του μέλλοντος δεν λύνονται με συνταγές του παρελθόντος που δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Η απολιγνιτοποίηση δεν αντιμετωπίζεται με «διασωλήνωση» του λιγνίτη: θα οδηγήσει σε χρεωκοπία της ΔΕΗ, η οποία θα μας εγκαταλείψει σαν στυμμένη λεμονόκουπα χωρίς να κάνει καμιά αποκατάσταση. Τα ίδια έκανε και η ΜΑΒΕ (μεταλλεία αμιάντου) πριν είκοσι χρόνια. Ο τόπος μας είναι με την πλάτη στον τοίχο γιατί μέσα σε 3 χρόνια πρέπει να κάνει όσα δεν έκανε σε 30, όταν υπήρχε και χρόνος και χρήμα για τη σταδιακή απεξάρτηση από το λιγνίτη. Ένοχος είναι όλο το πολιτικό σύστημα, κεντρικά και τοπικά, που με τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας επέμεινε δογματικά στο λιγνιτικό μονόδρομο, αδιαφορώντας για την επόμενη μέρα και τις παγκόσμιες ενεργειακές εξελίξεις που επέβαλε η κλιματική αλλαγή.

Τώρα πρέπει να ρίξουμε το βάρος στο μεταλιγνιτικό σχεδιασμό κι όχι σε μάχες οπισθοφυλακών. Απαράβατος όρος η πολιτική συμφωνία και το συναινετικό κλίμα στους Δήμους και Περιφέρεια. ΝΑΙ σε ένα ενωτικό σχέδιο προτάσεων Περιφέρειας και Ενεργειακών Δήμων, ΟΧΙ στην πόλωση και στην εργαλειοποίηση της Αυτοδιοίκησης που πάγια προωθούν τα κόμματα. Εξυπηρετεί μόνον αυτά, όχι την περιοχή μας.

 

Στη δική του παρέμβαση από τη Φλώρινα, ο Μιχάλης Πετράκος σημείωσε ότι το ενιαίο Εδαφικό Σχέδιο για όλη τη Δυτική Μακεδονία έρχεται σε αντίθεση με τον κανονισμό που προβλέπει εδαφικά σχέδια ανά περιφερειακή ενότητα και μάλιστα συνδιαμορφωμένα με την τοπική κοινωνία . Οι προτάσεις του σχεδίου βασίζονται σε δηλώσεις ενδιαφέροντος για μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ αγνοεί αδικαιολόγητα τόσο τη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας π.χ. για θερμική αποθήκευση καθαρής ενέργειας σε υπάρχουσες λιγνιτικές μονάδες, όσο και τις προτάσεις των ΟΤΑ και των φορέων της Κοζάνης και της Φλώρινας. Εστιάζοντας στον τουρισμό τόνισε ότι αν και αναγνωρίζεται σαν ένας από τους 5 πυλώνες μετάβασης δεν περιλαμβάνει αρκετά αξιόλογα μέτρα για την ανάπτυξή του μια και σε όλο το σχέδιο υπάρχει μια μόνο επενδυτική πρόταση εστιασμένη στο οικοσύστημα οινικού τουρισμού στο Αμύνταιο, που είναι μεν αξιόλογη αλλά όχι αρκετή. Παρότι η Δυτική Μακεδονία αποτελεί σήμερα τουριστική έρημο με μόλις 24.000 ετήσιες διεθνείς αφίξεις, έχει εξαιρετικά ελκυστικά τοπία και οικοτόπους, με δάση, λίμνες ποτάμια και βουνά που θα μπορούσαν να προσελκύσουν πολλούς από τους Ευρωπαίους τουρίστες που προτίμησαν προορισμούς υπαίθρου και βουνού. Ενδεικτικά 71 εκ. ταξίδια διάρκειας άνω των 4 ημερών πραγματοποιήθηκαν το 2019 σε τέτοιους προορισμούς σε σύγκριση με 70 εκατ. ταξίδια άνω των 4 ημερών για τουρισμό παραλίας και λιγότερων από 5 εκ. Για κρουαζιέρα. Η περιοχή έχει μεγάλα περιθώρια για οικοτουρισμό, τουρισμό βουνού, πεζοπορικό και ποδηλατικό τουρισμό, καθώς και τουρισμό βιομηχανικής κληρονομιάς. Χρειάζεται μετάβαση καταρχήν στον χαρακτήρα της περιοχής (branding) συνδυασμένη με συστηματική τουριστική προβολή της περιοχής, ανάπτυξη δεξιοτήτων των επιχειρήσεων και των εργαζόμενων στον τομέα καθώς και επενδύσεις στην προσβασιμότητα και την ανάδειξη των φυσικών και πολιτιστικών αξιών της περιοχής. Επίσης χρήσιμο είναι να αναπτύξει συνέργειες με τις πιο πετυχημένες τουριστικά γειτονικές περιοχές όπως Πίνδος/Ήπειρος, Καλαμπάκα/Θεσσαλία, αλλά και την συνορεύουσα περιοχή της Αχρίδας (στη Βόρεια Μακεδονία) όπου οι διεθνείς αφίξεις υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια. Αντ’ αυτού ο τουρισμός ουσιαστικά απουσιάζει από το σχεδιασμό, καθιστώντας τον έτσι ελλιπή.

Διαβάστε επίσης