Η Μάργκοτ Φοντέιν (Margot Fonteyn) ήταν αγγλίδα χορεύτρια, από τις κορυφαίες του 20ού αιώνα. Έξοχη «πρίμα μπαλαρίνα», συνδύαζε τη μουσικότητα, τον λυρικό κλασικισμό και την τεχνική τελειότητα και ανέπτυξε μία λαμπρή σταδιοδρομία, η οποία διήρκεσε περισσότερο από πενήντα χρόνια.
Η Μάργκαρετ Έβελιν Χούκαμ γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1919 στο Ράιγκετ της κομητείας Σάρεϊ του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο πατέρας της Φίλιξ Χούκαμ ήταν μηχανολόγος μηχανικός και η μητέρα της Χίλντα Άτσεσον Φόντες ήταν εξώγαμο τέκνο της Ιρλανδέζας Έβελιν Άτσεσον και του βραζιλιάνου επιχειρηματία Αντόνιο Γκονσάλβες Φόντες.
Οι σπουδές
Η νεαρή Μάργκοτ, λόγω της δουλειάς του πατέρα της, έζησε ένα μέρος των παιδικών της χρόνων στη Σανγκάη, όπου συνέχισε τις σπουδές χορού που είχε αρχίσει στο Λονδίνο. Όταν επέστρεψε στην αγγλική πρωτεύουσα, συνέχισε τις σπουδές της με τη Σεραφίνα Αστάφιεβα και κατόπιν στη Σχολή Μπαλέτου Βικ-Γουέλς (Vic-Wells), η οποία από το 1956 μετονομάστηκε σε Βασιλικό Μπαλέτο (Royal Ballet).
Σύντομα καθιερώθηκε ως μεγάλη ερμηνεύτρια κλασικών ρόλων, συχνά με παρτενέρ τον Ρόμπερτ Χέλπμαν. Ο Άστον δημιούργησε ειδικά γι’ αυτήν περισσότερες από 25 χορογραφίες, μεταξύ των οποίων για τα μπαλέτα «Συμφωνικές παραλλαγές» («Symphonic Variations», 1946) σε μουσική Σεζάρ Φρανκ, «Σκηνές μπαλέτου» («Scenes de ballet», 1948) σε μουσική Στραβίνσκι, «Σταχτοπούτα» («Cinderella», 1948) σε μουσική Προκόφιεφ, «Δάφνις και Χλόη» («Daphnis and Chloe», 1951) σε μουσική Ραβέλ, «Σύλβια» (1952) σε μουσική Λεό Ντελίμπ και «Οντίν» («Ondine», 1958) σε μουσική Χανς Βέρνερ Χέντσε, που πολλοί θεωρούν ως τη σημαντικότερη ερμηνεία της.
Διεθνής αναγνώριση
Με την πρώτη της εμφάνιση στις ΗΠΑ, το 1949, με το μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι «Η ωραία κοιμωμένη», κατέκτησε τη διεθνή αναγνώριση. Σημαντική ήταν η ερμηνεία της σε αναβιώσεις των χορογραφιών του Φοκίν για τα μπαλέτα του Στραβίνσκι «Το πουλί της φωτιάς» και «Πετρούσκα».
Από το 1959 εμφανιζόταν ως μόνιμη προσκεκλημένη καλλιτέχνις με το Βασιλικό Μπαλέτο, συνεργαζόταν όμως συχνά και με άλλα συγκροτήματα. Το 1962, σε μία ηλικία στην οποία οι περισσότεροι χορευτές αποσύρονται από τη σκηνή, άρχισε μια νέα εντυπωσιακή περίοδος της σταδιοδρομίας της με παρτενέρ τον 23χρονο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο ποίος είχε πρόσφατα αποσκιρτήσει από τη Σοβιετική Ένωση.
Το 1979 ονομάστηκε «Prima Ballarina Assoluta» (Η απόλυτη πρωτοχορεύτρια), η ανώτερη διάκριση για χορεύτρια του κλασικού χορού. Την ίδια χρονιά καταγράφηκε και η τελευταία χορευτική εμφάνισή της σε μία τιμητική παράσταση για τα 60ά γενέθλιά της. Κατόπιν και ως το 1986 εμφανιζόταν κατά καιρούς σε μη χορευτικούς ρόλους (ως αφηγήτρια, παρουσιάστρια κ.λ.π.).
Η απόπειρα δολοφονίας του συζύγου της, Ρομπέρτο Αρίας
Τραγικό συμβάν στην προσωπική της ζωή υπήρξε η απόπειρα δολοφονίας, το 1964, του συζύγου της (από το 1955) Ρομπέρτο Αρίας, πρώην πρεσβευτή του Παναμά στη Μεγάλη Βρετανία και μέλος επιφανούς οικογένειας πολιτικών του Παναμά, η οποία τον άφησε παράλυτο. Στο εξής μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στη σταδιοδρομία της και τη φροντίδα του συζύγου της. Έπειτα από τον θάνατό του, το 1989, αποσύρθηκε στο αγρόκτημά τους στα περίχωρα της Πόλης του Παναμά.
Το 1975 εξέδωσε την «Αυτοβιογραφία» της και το 1979 εμφανίστηκε ως παρουσιάστρια στην τηλεοπτική εκπομπή του BBC «Η μαγεία του χορού» («The Magic of Dance»). Από το 1954 διετέλεσε πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας Χορού και τιμήθηκε με τον τίτλο της «Ντέιμ» του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η Μάργκοτ Φοντέιν πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου 1991 στην Πόλη του Παναμά, σε ηλικία 71 ετών.